lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στοά στα ουκρανικά

Λέξη:
στοά (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά στοά, στοά φέξη 34 αθήνα 10677, στοά φέξη, στοά του βιβλίου, στοά σπυρομήλιου, στοά ράλλη, στοά στα ουκρανικά, аркада στα ελληνικά
στοά στα ουκρανικά