lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συγγενής στα ουκρανικά

Λέξη:
συγγενής (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
відносний, відношення, донька, доня, дочка, залежність, родинний, родич, союзний, споріднений, уроджений
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά συγγενής, συγγενής σύφιλη, συγγενής πομφολυγώδης επιδερμόλυση, συγγενής πάθηση, συγγενής ονειροκρίτης, συγγενής μυοτονία, συγγενής στα ουκρανικά, відносний στα ελληνικά
συγγενής στα ουκρανικά