lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σύγκρουση στα ουκρανικά

Λέξη:
σύγκρουση (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (25):
безчесний, брудний, війна, ганебний, гармата, гуля, затирати, зіткнення, карамболь, колізійний, колізія, контакт, контактна, контактний, контактувати, конфлікт, протиріччя, стикніться, суперечність, сутичка, удар, ударити, ударитися, штовхати, штовхнути
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σύγκρουση, σύγκρουση των πολιτισμών, σύγκρουση συνώνυμα, σύγκρουση συμφερόντων, σύγκρουση στο αεροδρόμιο της τενερίφης (1977), σύγκρουση νταλίκας με κτελ, σύγκρουση στα ουκρανικά, безчесний στα ελληνικά
σύγκρουση στα ουκρανικά