lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εγχειρίδιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
companion, hand, handbook, handheld, manual, primer, text-book, textbook, tutorial
εγχειρίδιο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
cvičebnice, manuální, průvodce, příručka, ruka, ruční
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begleiter, handbuch, lehrbuch, leitfaden, manuell, schulbuch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hånd, håndbog
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
guía, mano, manual
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
guide, livre, main, manuel, vade-mecum
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guida, mano, manuale
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hendig, hånd, håndbok, lesebok, lærebok, manuell
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рука, руководство, ручной, справочник, учебник
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lärobok, manuell
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dorë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наръчник, ръчен, учебник
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
падручнік, рука, ручны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
käsiraamat, õpik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koura, käsi, käsikirja, opas, oppikirja
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
manualan, priručnik, ruka, udžbenik
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kézi, kézikönyv, tankönyv
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
ranka, vadovėlis, žinynas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
guia, mano, manual, mão
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
roka
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
покірний, приборкати, приборкувати, приручити, підручник, рука, ручний, ручною, ручної, ручній, свійський
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
podręcznik, ręczny

Σχετικές λέξεις

εγχειρίδιο γλωσσικής διδασκαλίας α ́ λυκείου - λύσεις ασκήσεων, εγχειρίδιο βλακείας, εγχειρίδιο διοικητικού δικαίου, εγχειρίδιο διαδικασιών διαχείρισης και ελέγχου συγχρηματοδοτούμενων πράξεων, εγχειρίδιο βλακείας pdf, εγχειρίδιο επιβίωσης ειδικών δυνάμεων, εγχειρίδιο ερευνητικής εργασίας, εγχειρίδιο γλωσσικής διδασκαλίας α λυκείου βοήθημα, εγχειρίδιο ποιότητας, εγχειρίδιο ανατομικής του ανθρώπου με έγχρωμο άτλαντα