lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σύζυγος στα ουκρανικά

Λέξη:
σύζυγος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
більша, дружина, жир, жінка, зона, краща, краще, кращий, ліпший, мазь, муж, муже, область, площа, помазання, помічник, район, султанша, чоловік, індіанка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σύζυγος, σύζυγος τσιβιλίκα, σύζυγος τσίπρα, σύζυγος του ρομπέρτο, σύζυγος του λωτ, σύζυγος ρομπέρτο, σύζυγος στα ουκρανικά, більша στα ελληνικά
σύζυγος στα ουκρανικά