lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τίτλος στα ουκρανικά

Λέξη:
τίτλος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (30):
вишикувати, вишикуватися, градус, гідність, достоїнство, заголовок, звання, категорія, клас, класифікувати, міра, назва, норма, оцінити, оцінювати, потужність, пропорція, ранг, розглядати, розглянути, розряд, розцінка, ряд, ставка, ступінь, тариф, титул, швидкість, шикувати, шикуватися
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τίτλος, τίτλος συνώνυμα, τίτλος σπουδών english, τίτλος σπουδών, τίτλος πτυχίου, τίτλος κτήσης υπόδειγμα, τίτλος στα ουκρανικά, вишикувати στα ελληνικά
τίτλος στα ουκρανικά