lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καταδίκη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blame, censure, condemnation, condemning, conviction, damnation, reprehension
καταδίκη
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
důtka, nelibost, nesouhlas, odsouzení, odsudek, pokárání, prokletí, rozsudek, zatracení
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fordømme, fordømmelse
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
condena, denuncia, reprobación
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
animadversion, blâme, condamnation, damnation, navire, réprobation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
biasimo, colpa, condanna
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fordømme, fordømmelse
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
осуждение, хула
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
асуджэнне
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiroaminen, kirous, tuomio
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elítélés, kárhozat
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
censura, condena
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вирок, денонсація, донос, засудження, конфіскація, осуд, осудження
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
potępienie, skazanie

Σχετικές λέξεις

καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως, καταδίκη άδωνη και του εκδοτικού του οίκου για αντιγραφή και παραποίηση πνευματικού έργου, καταδίκη παστιτσιου, καταδίκη λιάπη, καταδίκη παπαγεωργόπουλου, καταδίκη του «γέροντα παστίτσιου», καταδίκη εφοριακών, καταδίκη βαξεβάνη, καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως αρμοδιότητα, καταδίκη θεοφίλου