lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τονίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
τονίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (22):
акцентувати, акцентуйте, вергнути, дефіс, жбурляти, жбурнути, кидатися, мчатися, наголосити, наголошувати, порив, підкреслити, підкреслювати, ринутися, розбивати, розбити, розтрощити, розтрощувати, швиргати, швиргнути, шпурляти, шпурнути
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τονίζω, τονίζω τις λέξεις, τονίζω συνώνυμα, τονίζω translation, τονίζω in english, τονίζω στα ουκρανικά, акцентувати στα ελληνικά
τονίζω στα ουκρανικά