υπεροπτικός στα αγγλικά υπεροπτικός στα τσεχική υπεροπτικός στα γερμανικά υπεροπτικός στα δανική υπεροπτικός στα ισπανικά υπεροπτικός στα γαλλικά υπεροπτικός στα ιταλικά υπεροπτικός στα νορβηγικά υπεροπτικός στα ρωσικά υπεροπτικός στα σουηδικά υπεροπτικός στα βουλγαρικά υπεροπτικός στα λευκορωσίας υπεροπτικός στα πορτογαλικά υπεροπτικός στα ρουμανική υπεροπτικός στα πολωνική υπεροπτικός στα φινλανδικά υπεροπτικός στα ουγγρική
γένι στα ιταλικά ενικός στα ρωσικά κάνω στα φινλανδικά φύλλο στα γαλλικά άρθρο στα τσεχική
γένι βλυχού ν. λευκάδας κάνω καμπάκ άρθρο 68 φύλλο για πίτα ενικός πληθυντικός