lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπεροπτικός στα πορτογαλικά

Λέξη:
υπεροπτικός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
altivo, arrogante, arrojado, atrevido, descarado, impertinente, insolente, saliente, ufano
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά υπεροπτικός, υπεροπτικός στα πορτογαλικά, altivo στα ελληνικά
υπεροπτικός στα πορτογαλικά