lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φάρμακο στα ουκρανικά

Λέξη:
φάρμακο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
виготовлення, вилікувати, ліки, лікування, лікувати, медикамент, медицина, препарат, приготування, професія, підготовка, підготування, спеціальність, фах
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά φάρμακο, φάρμακο τ4, φάρμακο σπαστική κολίτιδα, φάρμακο για τον πονόλαιμο, φάρμακο για το στομάχι, φάρμακο για τη διάρροια, φάρμακο στα ουκρανικά, виготовлення στα ελληνικά
φάρμακο στα ουκρανικά