lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πυκνότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
compactness, consistence, denseness, denser, density, thickness
πυκνότητα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hustota, hutnost, kompaktnost, tloušťka, tupost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dichte, dichtheit, dichtigkeit, kompaktheit
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
konsistens, tykkelse, tæthed
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
densidad, espesor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
compacité, densité, épaisseur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compattezza, densità, grossezza, spessore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konsistens, tetthet, tykkelse
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
густота, плотность, толщина
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konsistens
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плътност
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гушчыня, дзябёласць, моц, моцнасць, таўшчыня, частата, шчыльнасць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
paksus, tihedus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sakeus, taajuus, tiheys, tiiviys
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
sűrűség, vastagság
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
tankis, tankumas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consistência, densidade, espessou
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
hustota
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
близькість, глибина, густина, густину, густота, консистенція, твердість, щільність
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
gęstość

Σχετικές λέξεις

πυκνότητα αέρα, πυκνότητα νερού, πυκνότητα βενζίνης, πυκνότητα χάλυβα, πυκνότητα ρεύματος, πυκνότητα λαδιού, πυκνότητα ισχύος, πυκνότητα σιδήρου, πυκνότητα αιθανόλης, πυκνότητα πάγου