lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φαρδύς στα ουκρανικά

Λέξη:
φαρδύς (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (26):
багатотомний, бродячий, великий, вичерпний, всебічний, всеосяжний, далекосяжний, довга, довгий, довго, довголітній, достатній, експансивний, заповнений, легковажно, місткий, обширний, повний, просторий, розширений, рясний, ситий, тривалий, цілий, широкий, щедрий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά φαρδύς, φαρδύς συνώνυμα, φαρδύς πληθυντικός, φαρδύς πλατύς, φαρδύς κόλπος, φαρδύς κλίση, φαρδύς στα ουκρανικά, багатотомний στα ελληνικά
φαρδύς στα ουκρανικά