lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φουσκάλα στα ουκρανικά

Λέξη:
φουσκάλα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (21):
балон, бульбашка, бульбашку, колба, лампочка, луковиця, міхур, плавати, плинути, плисти, плити, поплавець, поплисти, проноситись, пузир, пузирчик, пухир, пухирець, сосок, фіал, цибулина
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά φουσκάλα, φουσκάλα στον πρωκτό, φουσκάλα στον ουρανίσκο, φουσκάλα στο χέρι, φουσκάλα στο στόμα, φουσκάλα στο πόδι, φουσκάλα στα ουκρανικά, балон στα ελληνικά
φουσκάλα στα ουκρανικά