lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φύλο στα ουκρανικά

Λέξη:
φύλο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
лан, міст, настил, підлога, піл, полом, рід, тротуар
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά φύλο, φύλο συκής, φύλο μωρού, φύλο και νέα εκπαιδευτικά και εργασιακά περιβάλλοντα στην κοινωνία της πληροφορίας, φύλο και γλώσσα, φύλο εμβρύου, φύλο στα ουκρανικά, лан στα ελληνικά
φύλο στα ουκρανικά