lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χάσμα στα ουκρανικά

Λέξη:
χάσμα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
бездна, безодня, бухта, вир, втратити, втратьте, втрачати, глибина, губити, загубити, змарнувати, марнувати, провалля, пропасти, прірва, прірву
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά χάσμα, χάσμα των γενεών, χάσμα συνώνυμο, χάσμα δισκογραφία, χάσμα γενεών τρόποι αντιμετώπισης, χάσμα γενεών σχεδιάγραμμα, χάσμα στα ουκρανικά, бездна στα ελληνικά
χάσμα στα ουκρανικά