lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ισοπεδώνω στα τσεχική

Λέξη:
ισοπεδώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (17):
kompenzovat, nahradit, nivelizovat, nivelovat, planýrovat, rovnat, rovný, srovnat, stejný, urovnat, vyrovnaný, vyrovnat, vyrovnávat, vyřídit, zarovnat, zarovnávat, činit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ισοπεδώνω, ισοπεδώνω συνώνυμα, ισοπεδώνω στα αγγλικά, ισοπεδώνω μετάφραση, ισοπεδώνω αγγλικά, ισοπεδώνω στα τσεχική, kompenzovat στα ελληνικά
ισοπεδώνω στα τσεχική