lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χρόνος στα ουκρανικά

Λέξη:
χρόνος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
гартувати, день, доба, загартовувати, загартувати, літа, мешкання, помешкання, привчати, привчити, проживання, прочитаний, прочитані, прочитати, рік, сезон, тлумачити, час, читати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά χρόνος, χρόνος προθρομβίνης, χρόνος περιοδικό, χρόνος κομοτηνή, χρόνος ημιζωής, χρόνος ημίσειας ζωής, χρόνος στα ουκρανικά, гартувати στα ελληνικά
χρόνος στα ουκρανικά