lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χρόνος στα γερμανικά

Λέξη:
χρόνος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
ausfallzeit, jahr, jahrgang, periode, sprechstunde, uhrzeit, zeilenvorschub, zeit, zeitabschnitt, zeitform, zeitpunkt
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά χρόνος, χρόνος προθρομβίνης, χρόνος περιοδικό, χρόνος κομοτηνή, χρόνος ημιζωής, χρόνος ημίσειας ζωής, χρόνος στα γερμανικά, ausfallzeit στα ελληνικά
χρόνος στα γερμανικά