lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ωφέλιμος στα ουκρανικά

Λέξη:
ωφέλιμος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
благодійний, благодійницький, благотворний, благочинний, великодушний, вигода, вигідний, добро, добродчинний, добродійний, доброзичливий, доброчинний, корисний, милосердний, милостивий, цілющий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ωφέλιμος, ωφέλιμοσ χώροσ, ωφέλιμος συνώνυμα, ωφέλιμος στα ουκρανικά, благодійний στα ελληνικά
ωφέλιμος στα ουκρανικά