lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ωφέλιμος στα πορτογαλικά

Λέξη:
ωφέλιμος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (2):
benéfico, caritativo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ωφέλιμος, ωφέλιμοσ χώροσ, ωφέλιμος συνώνυμα, ωφέλιμος στα πορτογαλικά, benéfico στα ελληνικά
ωφέλιμος στα πορτογαλικά