γύψος στα αγγλικά γύψος στα τσεχική γύψος στα γερμανικά γύψος στα δανική γύψος στα ισπανικά γύψος στα γαλλικά γύψος στα ιταλικά γύψος στα νορβηγικά γύψος στα ρωσικά γύψος στα σουηδικά γύψος στα αλβανικά γύψος στα λευκορωσίας γύψος στα εσθονική γύψος στα φινλανδικά γύψος στα ουγγρική γύψος στα λιθουανική γύψος στα πορτογαλικά γύψος στα ουκρανικά
πικάντικος στα ιταλικά θεραπεύω στα λευκορωσίας πολύτιμος στα δανική γκαρίζω στα αγγλικά ληστεία στα κροατικά
πολύτιμος δημήτρης γκαρίζω ετυμολογία πικάντικος κιμάς θεραπεύω στα αρχαία