lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άσπλαχνος στα πορτογαλικά

Λέξη:
άσπλαχνος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
cruel, inumano, absoluto, ajusto, austero, completo, duro, inclemente, severo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά άσπλαχνος, άσπλαχνος στα πορτογαλικά, cruel στα ελληνικά
άσπλαχνος στα πορτογαλικά