lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμελώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
αμελώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
desatender, descuidar, escapar, omitir, preterir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αμελώ, αμελώ συνώνυμο, αμελώ συνωνυμα, αμελώ αγγλικά, αμελώ στα πορτογαλικά, desatender στα ελληνικά
αμελώ στα πορτογαλικά