lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αρετή στα πορτογαλικά

Λέξη:
αρετή (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (3):
beneficio, benefício, vantagem
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αρετή, αρετή τσοχατζοπούλου, αρετή σουβατζόγλου, αρετή κοσμίδου voice, αρετή κοσμίδου facebook, αρετή κοσμίδου - passenger - let her go the voice of greece - blind auditions (s01e08), αρετή στα πορτογαλικά, beneficio στα ελληνικά
αρετή στα πορτογαλικά