lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαρκώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
διαρκώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
continuar, durar, perdurar, permanecer, persistir, prosseguir, quedar, subsistir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά διαρκώ, διαρκώ συνωνυμα, διαρκώ παρατατικοσ, διαρκώ κλίση, διαρκώ αόριστος, διαρκώ στα πορτογαλικά, continuar στα ελληνικά
διαρκώ στα πορτογαλικά