lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μικρός στα τσεχική

Λέξη:
μικρός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (24):
bezvýznamný, chlapec, drobný, hoch, lakomý, malicherný, malý, mizivý, mladistvý, mladík, mladý, mládenec, málo, nepatrný, nezkušený, nováček, nový, skrovný, slabý, svěží, trocha, zanedbatelný, úzkostlivý, štěně
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μικρός, μικρός το δέμας, μικρός τιτανικός, μικρός πρίγκιπας, μικρός πρίγκηπας πάτρα, μικρός νικόλας, μικρός στα τσεχική, bezvýznamný στα ελληνικά
μικρός στα τσεχική