lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιπόλαιος στα πορτογαλικά

Λέξη:
επιπόλαιος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
aturdido, desatinado, despreocupado, estéril, frívolo, fútil, insignificante, inútil, leve, leviano, ligeiro, tonto, trivial, vaidoso, versátil, vão
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά επιπόλαιος, επιπόλαιοσ translate, επιπόλαιος τι σημαινει, επιπόλαιος συνώνυμο, επιπόλαιος στιχοι, επιπόλαιος σημασία, επιπόλαιος στα πορτογαλικά, aturdido στα ελληνικά
επιπόλαιος στα πορτογαλικά