lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κλέβω στα πορτογαλικά

Λέξη:
κλέβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
adulterar, burlar, defraudar, enganar, estafar, evolar, furtar, iludir, lograr, quitar, roubar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κλέβω, κόβω κλίση, κλέβω την παράσταση, κλέβω συνώνυμα, κλέβω στα γερμανικα, κλέβω στα αρχαία, κλέβω στα πορτογαλικά, adulterar στα ελληνικά
κλέβω στα πορτογαλικά