lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ονομάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ονομάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (22):
alterar, apelidar, cambiar, cambio, chamar, citar, clamar, constituir, câmbio, denominar, especificar, intercambio, mencionar, modificar, motejar, mudar, nobre, nomear, permutar, substituição, troca, trocar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ονομάζω, ονομάζω συνώνυμα, ονομάζω κατονομάζω, νομίζω συνώνυμο, νομίζω αρχαία, ονομάζω στα πορτογαλικά, alterar στα ελληνικά
ονομάζω στα πορτογαλικά