lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διπλός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
double, dual, duple, duplex, duplicate, dyadic, geminate, look-alike, twofold
διπλός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dualistický, duplikát, dvojitý, dvojnásobek, dvojnásobný, dvojník, dvojný, dvojí, opis, podvojný, zdvojený, čtyřhra
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
doppel, doppelgänger, doppelt, kontra, zweifach, zwiebeln
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dobbelt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
doble
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
binaire, double, dualiste, géminé, redoublé, sosie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
doppio, doppione, duplice, sosia
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dobbel, dobbelt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
двойник, двойной, двойственный, двукратный, дубликат, удвоен, удвоенный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dobbel, dubbel
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
двайны, двойные, дубальтовы
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaksoiskappale
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dupli
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
dupla, kettős, kétszeres
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
dvigubas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
doble, dobro, dual, duplo, dúplice
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
dvojitý
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
подвійний, подвійною, подвійної, подвійній
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
debel, dwoisty, podwójny, sobowtór

Σχετικές λέξεις

διπλός τόνος, διπλός πέλεκυς, διπλός πέλεκυς συμβολισμος, διπλός φόρος σε μισθωτούς με ακίνητα, διπλός αυλός, διπλός σταυρός, διπλός δεσμός, διπλός φορτιστής usb dc-20 της nokia, διπλός τονισμός, διπλός τονισμός λέξης