lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ορίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ορίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
assinalar, designar, destinar, determinar, marcar, nomear
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ορίζω, ορίζω συνώνυμο, ορίζω συνώνυμα, ορίζω στα αγγλικά, ορίζω παράγωγα, ορίζω μετάφραση, ορίζω στα πορτογαλικά, assinalar στα ελληνικά
ορίζω στα πορτογαλικά