lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ορίζω στα τσεχική

Λέξη:
ορίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (14):
designovat, jmenovat, naznačit, nominovat, označit, pojmenovat, přidělit, přikázat, stanovit, udat, určit, určovat, ustanovit, vyznačit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ορίζω, ορίζω συνώνυμο, ορίζω συνώνυμα, ορίζω στα αγγλικά, ορίζω παράγωγα, ορίζω μετάφραση, ορίζω στα τσεχική, designovat στα ελληνικά
ορίζω στα τσεχική