lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πολυτέλεια στα πορτογαλικά

Λέξη:
πολυτέλεια (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
luso, luxo, esplendor, gala, ostentação, pompa
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πολυτέλεια, προσιτή πολυτέλεια, πολυτέλεια της παιδείας, πολυτέλεια συνώνυμο, πολυτέλεια συνώνυμα, πολυτέλεια σε... 20 τετραγωνικά, πολυτέλεια στα πορτογαλικά, luso στα ελληνικά
πολυτέλεια στα πορτογαλικά