lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σε στα πορτογαλικά

Λέξη:
σε (Αριθμός των γραμμάτων: 2)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (25):
a, após, atrás, bacia, com, contra, contrata, de, demais, demasiadamente, demasiado, dentre, dentro, depois, desde, detrás, em, ena, encima, moderno, para, por, sobre, sujeito, u
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σε, σε σκεφτομαι, σε πρωτο πλανο, σε ποια δου ανηκω, σε λυπαμαι, σε λεω, σε στα πορτογαλικά, a στα ελληνικά
σε στα πορτογαλικά