lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επίσημος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
formal, official, offish, standard
επίσημος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
oficiální, úřední
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
amtlich, dienstlich, offiziell
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
oficial
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
officiel
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ufficiale
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
formell, offisiell
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
официален, официальный, служебный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
formell, officiell
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
афіцыйны, афіцыяльны, дапаможны, службовы
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
virallinen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hivatali, hivatalos
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
oficial, triunfalismo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
міністерський, офіціальний, офіційний, службовець, службовий, урочистий, урядовець, формальний, функціонер
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
oficjalny, urzędowy

Σχετικές λέξεις

επίσημος επισκευαστής opel, επίσημος παραλήπτης, επίσημος οδηγός για το ecdl core syllabus 5.0, επίσημος συνώνυμα, επίσημος χαιρετισμός σε γράμμα, επίσημος πληθωρισμός 2012, επίσημοσ ιστοχώροσ του ελληνικού συστήματοσ εντοπισμού, επίσημος αντιπρόσωπος ford, επίσημοσ εφημερίσ τησ κρητικήσ πολιτείασ, επίσημος αντιπρόσωπος apple