lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταράζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ταράζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
abalar, abanar, estremecer, menear, sacudir, agitar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ταράζω, ταράζω τα νερά στα αγγλικά, ταράζω τα νερά, ταράζω συνωνυμα, ταράζω στα πορτογαλικά, abalar στα ελληνικά
ταράζω στα πορτογαλικά