lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: έχει

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
be, fare, has, have
έχει
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dostat, držet, mít, ovládat, vlastnit, vyjádřit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
besitzen, eignen, haben, zählen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
eje, få, ha, have, må, æra
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
haber, llevar, poseer, tener
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abhorrer, avoir, ouvrir, posséder, prononcer, sortir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avere, possedere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
få, ha, inneha, må, æsa
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
иметь
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
få, ha, inneha, må, äga
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kam
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
omama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
omistaa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
imati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
birtokolni, bírni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
haver, ter
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
imeti
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
mieć

Σχετικές λέξεις

έχει πανσέληνο απόψε, έχει και η ελλάδα στη μικρή βενετία της. βρίσκεται, έχει εκδώσει, έχει κάτι, έχει μια ψύχρα αυτή η τετάρτη στίχοι, έχει ο καιρός γυρίσματα, έχει ένα φεγγάρι απόψε, έχει ένα φεγγάρι απόψε στίχοι, έχει απολέσει, έχει μια πίκρα αυτή η τετάρτη