lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπερασπίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
υπερασπίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
amparar, defender, guardar, patrocinar, preservar, proteger, resguardar, salvaguardar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά υπερασπίζω, υπερασπίζω συνώνυμα, υπερασπίζω ή υπερασπίζομαι, υπερασπίζω στα πορτογαλικά, amparar στα ελληνικά
υπερασπίζω στα πορτογαλικά