lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: προληπτικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exaggerated, excessive, exorbitant, extravagant, far-fetched, farfetched, fulsome, hyperbolic, inordinate, outré, overdone, superstitious, undue
προληπτικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hyperbolický, krajní, nadměrný, nehorázný, nemírný, pověrčivý, přehnaný, přílišný, zveličený
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abergläubisch, hyperbolisch, übermäßig, übertrieben
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
overdreven
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aparatoso, desmesurado, exagerado, exaltado, excesivo, extremado, extremoso, supersticioso
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
compassé, emphatique, exagéré, exalté, excessif, hyperbolique, outrancier, outré, superstitieux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eccessivo, esagerato, superstizioso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overdreven
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преувеличен, преувеличенный, суеверен, суеверный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oskälig
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
забабонны, перабольшаны, перавялічаны, прымхлівы
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hillitön, hyperbolinen, kohtuuton, liiallinen, liika
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
babonás, elfogult, szertelen, túlhajtott, túlságos, túlzott, túlzó
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desmesurado, exagerado, hiperbólico, supersticioso
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
забобонний, крутий, марновірний, міфічний, перебільшений, утрируваний, яскравий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przesadny, zabobonny

Σχετικές λέξεις

προληπτικός έλεγχος μεταβολικών νοσημάτων, προληπτικός έλεγχος ελεγκτικού συνεδρίου, προληπτικός έλεγχος δαπανών νπδδ, προληπτικός έλεγχος δαπανών ελεγκτικού συνεδρίου, προληπτικός φορολογικός έλεγχος, προληπτικός έλεγχος δαπανών, προληπτικός άνθρωπος, προληπτικός έλεγχος νεογνών, προληπτικός πόλεμος, προληπτικός έλεγχος συμβάσεων