αμφιδέξιος στα αγγλικά αμφιδέξιος στα γερμανικά αμφιδέξιος στα γαλλικά αμφιδέξιος στα ιταλικά αμφιδέξιος στα ουγγρική αμφιδέξιος στα πολωνική
κατακτώ στα αγγλικά μαζί στα ουκρανικά κορίτσι στα νορβηγικά διακοπές στα πορτογαλικά άνθρωπος στα ουκρανικά
μαζί τα φάγαμε διακοπές ρεύματος κατακτώ στα αγγλικά κορίτσι για σπίτι άνθρωπος που δεν έχει φίλους ή ειναι θεός ή αγρίμι