lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διακοπές

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
break, furlough, holiday, leave, recess, vacation
διακοπές
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dovolenka, dovolená, povolení, prázdniny, prázdno, rozloučení, uprázdnění
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ferien, url-adresse, urlaub, urlaube
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ferie, ferier, helg, ledighed, lov, semester, skoleferie, tilladelse
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
feria, permiso, vacaciones
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
campos, congé, congés, perme, permission, vacance, vacances, villégiature
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
commiato, congedo, ferie, licenza, permesso, vacanza, villeggiatura
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ferie, ferier, helg, ledighet, lov, permisjon, semester, skoleferie
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
каникулы, отдыхи, отпуск, разрешение
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ferie, ferier, helg, ledighet, lov, permisjon, permission, semester
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pushim
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отпуск
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
канікулы
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
luba
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
loma, lupa, virkavapaus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
praznici
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
nyaralás, szabadság, szünidő, vakáció, üdülés
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
atostogos
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
feria, feriado, férias, licencia, licença
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
dopust
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
dovolenka, prázdniny
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виїжджати, виїхати, втримання, відпуск, відпустка, відпустку, відійти, дозвіл, залишати, залишити, звільнення, звільніть, канікули, кинути, креслення, лишати, лишити, малювання, малюнок, облишати, облишити, переїхати, покидати, покинути, поїхати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ferie, urlop, wakacje, wczasy

Σχετικές λέξεις

διακοπές καλοκαίρι 2014, διακοπές πάσχα, διακοπές στην αίγινα, διακοπές 2014, διακοπές συστήματος, διακοπές στην ελλάδα, διακοπές πασχα 2014, διακοπές με παιδιά, διακοπές για όλους, διακοπές ρεύματος