lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γρήγορος στα ρωσικά

Λέξη:
γρήγορος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (28):
активный, бойкий, быстрый, догадлив, догадливый, жив, живой, зоркий, зорок, мгновенный, молниеносен, молниеносный, находчив, находчивый, оживленный, остроумный, проницательный, скорый, смекалист, смекалистый, сметлив, сметливый, смышлен, смышленый, смышлёный, сообразителен, сообразительный, умный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά γρήγορος, γρήγορος υπολογισμός φόρου εισοδήματος 2013, γρήγορος υπολογισμός φόρου 2012, γρήγορος συνώνυμο, γρήγορος μουσακάς, γρήγορος μετασχηματισμός fourier, γρήγορος στα ρωσικά, активный στα ελληνικά
γρήγορος στα ρωσικά