δυαδικός στα αγγλικά δυαδικός στα τσεχική δυαδικός στα γερμανικά δυαδικός στα γαλλικά δυαδικός στα λευκορωσίας δυαδικός στα ουγγρική δυαδικός στα ουκρανικά δυαδικός στα πολωνική
δουλεία στα βουλγαρικά νόμιμος στα ουγγρική δελεάζω στα ουκρανικά αμφίβιο στα γερμανικά πολύτιμος στα πολωνική
αμφίβιο σπίτι δουλεία στην αρχαιότητα δελεάζω translate νόμιμος και νομιζόμενος τίτλος πολύτιμος λίθος