lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δουλεία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bondage, captivity, serfdom, servitude, slavery, thraldom, thrall, yoke
δουλεία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nevolnictví, otroctví, otročení, poddanství, poroba, služebnost, zajetí
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefangenschaft, knechtschaft, sklaverei
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fangenskab, slaveri
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cautiverio, cautividad, esclavismo, esclavitud, servidumbre
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
captivité, esclavage, servage, servitude, sujétion
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prigionia, schiavitù, servitù
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fangenskap, slaveri, trelldom
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
невольничество, рабство
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fångenskap, slaveri
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
robëri
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
робство
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
няволя, рабства
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
orjus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
orjuus, rasite, vankeus
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fogság, jobbágyság, rabszolgaság, szolgalom, szolgaság
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
vergija, vergovė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escravatura
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
captivitate
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
залежність, кріпацтво, кріпосництво, неволя, поневолення, рабство
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
niewola, niewolnictwo

Σχετικές λέξεις

δουλεία αμερικη, δουλεία διέλευσης, δουλεία σημερα, δουλεία διόδου, δουλεία στο εξωτερικό, δουλεία διόδου ε9, δουλεία διάβασης, δουλεία νομικος ορος, δουλεία οδού, δουλεία στην αρχαιότητα