lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφευρίσκω στα ρωσικά

Λέξη:
εφευρίσκω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (10):
выдумывать, изобретать, придумывать, ругать, выдумать, додумать, измыслить, придумать, отыскивать, отыскать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά εφευρίσκω, εφευρίσκω συνώνυμα, εφευρίσκω συνωνυμο, εφευρίσκω ρήμα, ευρίσκω κλίση, εφευρίσκω στα ρωσικά, выдумывать στα ελληνικά
εφευρίσκω στα ρωσικά