lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ηθικολόγος στα ρωσικά

Λέξη:
ηθικολόγος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (9):
правый, справедлив, справедливый, благоразумный, верен, верный, правильный, правомерен, правомерный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ηθικολόγος, ηθικολόγος στα ρωσικά, правый στα ελληνικά
ηθικολόγος στα ρωσικά