lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περπατώ στα ρωσικά

Λέξη:
περπατώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
ходить, следовать, ступать, шагать, шествовать, переходить, проходить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά περπατώ, περπατώ στο δάσος, περπατώ περπατώ μεσ την πολη, περπατώ περπατώ μες το δασος zouzounia, περπατώ περπατώ μες το δασος, περπατώ περπατώ εισ το δάσοσ όταν ο λύκοσ δεν είναι εδώ, περπατώ στα ρωσικά, ходить στα ελληνικά
περπατώ στα ρωσικά