lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πικάντικος στα ρωσικά

Λέξη:
πικάντικος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
ароматен, ароматический, ароматичный, ароматный, благоуханный, душистый, острый, пикантный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά πικάντικος, πικάντικος στα ρωσικά, ароматен στα ελληνικά
πικάντικος στα ρωσικά