lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαλιάζω στα ρωσικά

Λέξη:
σαλιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
мусолить, слюнить, слюнявить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά σαλιάζω, σαλιάζω στα ρωσικά, мусолить στα ελληνικά
σαλιάζω στα ρωσικά